κόμβος

κόμβος
κόμβος
Grammatical information: m.
Meaning: `roll, band, girth' (Anon. ap. Suid.);
Compounds: as 1. member in κομβο-λύτης βαλαντιοτόμος H., κομβο-θηλεία f. `buckle' (sch.; from κόμβος θῆλυς [θήλεια]); also κομπο-θηλαία `band, girth' (sch.) and κομπο-θήλυκα pl. (Hippiatr.; v. l. for πόρπακας) after κόμπος = `boast'(?).
Derivatives: κομβίον = περόνη (Eust., Sch.), κομβώσασθαι στολίσασθαι, κόμβωμα στόλισμα H., κομβώματα = καλλωπίσματα etc. (Suid., H.). Better attested is the hypostasis ἐγκομβόομαι `bind on, draw on' (Epich., hell. Com., 1 Ep. Pet. 5, 5) with ἐγκόμβωμα `protecting upper garment worn by slaves' (Longus, Thd.); further ἀνακομβόομαι `gird oneself' (Gp.).
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]
Etymology: Technical word without certain explanation. One compares since Fick 1, 383; 3, 71, Zupitza Die germ. Gutt. 22f. on the one hand some Baltoch-Slavic words for `hang etc.', e. g. Lith. kabìnti `hang on, hook on', kìbti `hang on oneself, hook on', S.-Csl. skoba `fibula', Russ. skobá `iron hook, clamp', on the other Gr. σκαμβός `crooked (legs)', Σκόμβος PN (after Bechtel KZ 44, 358 "the limper"); further the isolated Norw. hempa `Kleiderstrippe, strap, handle' (can hardly be separated from hamp `hemp'). "Das Resultat dieser Vergleiche ist offenbar eine sowohl lautlich wie begrifflich wenig befriedigende Approximation." Frisk - Pok. 918, W.-Hofmann s. cambiō and campus, Vasmer s. skobá. - The IE connections are quite dubious. The forms κομβοθηλεία, κομποθηλαία, κομποθήλυκα clearly show a Pre-Greek word (a confusion of κόμβος with κόμπος is improbable, so the variation β\/π points to a Pre-Greek word; note also the variation -εια, -αια (and -υκα!), which we have seen more often in Pre-Greek (Beekes, Pre-Greek, suffixes sub -αι\/-ε(ι)). But does it contain the word κόμβος? The derivation of the second element from θῆλυς is clearly wrong.
Page in Frisk: 1,907-908

Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό). . 2010.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • κόμβος — roll masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κόμβος — Ναυτική μετρική μονάδα ταχύτητας που αντιστοιχεί σε ένα ναυτικό μίλι (1.852 μ.) την ώρα. Η ονομασία προέρχεται από το γεγονός ότι στα παλιά δρομόμετρα οι διαβαθμίσεις παριστάνονταν με έναν ή περισσότερους κόμπους, φτιαγμένους με σχοινάκια και… …   Dictionary of Greek

  • κόμβοις — κόμβος roll masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κόμβον — κόμβος roll masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κόμβου — κόμβος roll masc gen sg κομβόω bind up pres imperat act 2nd sg κομβόω bind up imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κόμβους — κόμβος roll masc acc pl κομβόω bind up imperf ind act 2nd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κόμβων — κόμβος roll masc gen pl κομβόω bind up imperf ind act 3rd pl (doric aeolic) κομβόω bind up imperf ind act 1st sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κόμπος — Σύνδεση που γίνεται με σχοινιά από διάφορα υλικά, για να εμποδιστεί η χαλάρωση των σχοινιών, για να συνδεθούν ή να κοντύνουν διάφορα σχοινιά, για να σχηματιστούν τοπικά εξογκώματα ή για να προσδεθούν σε κάποιο αντικείμενο. Οι κ. έχουν διάφορα… …   Dictionary of Greek

  • ακουστική — Το σύνολο των φαινομένων που έχει σχέση με την ακοή. Επίσης, επιστήμη η οποία έχει ως αντικείμενό της το σύνολο των φαινομένων, που έχουν σχέση με τις ελαστικές ταλαντώσεις και περιλαμβάνει: 1) Το τμήμα της φυσικής που εξετάζειτα ηχητικά… …   Dictionary of Greek

  • καμπύλη — Ο όρος χρησιμοποιείται ως συνώνυμος του όρου γραμμή και όχι ως προσδιοριστικό του είδους της γραμμής που μελετάται. Κ. νοείται το σύνολο των θέσεων ενός σημείου που κινείται μέσα στον χώρο. Ειδικότερα, μια κ. μπορεί να είναι ευθεία είτε όχι,… …   Dictionary of Greek

  • μερίδα — I (Merida). Πόλη (703.324 κάτ. το 2001) του ΝΑ Μεξικού στη χερσόνησο Γιουκατάν, πρωτεύουσα της πολιτείας Γιουκατάν (39.340 τ. χλμ., 1.658.210 κάτ. το 2000). Η πόλη αποτελεί το κέντρο μιας από τις μεγαλύτερες περιοχές καλλιέργειας αγαύης στον… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”